- επικωκύω
- ἐπικωκύω (Α)θρηνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κωκύω «θρηνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικωκῦσαι — ἐπικωκύω lament over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικωκύω — ἐπικωκύ̱ω , ἐπικωκύω lament over pres subj act 1st sg ἐπικωκύ̱ω , ἐπικωκύω lament over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπεκώκυον — συνεπεκώκῡον , σύν ἐπικωκύω lament over imperf ind act 3rd pl συνεπεκώκῡον , σύν ἐπικωκύω lament over imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωκυόντων — ἐπικωκῡόντων , ἐπικωκύω lament over pres part act masc/neut gen pl ἐπικωκῡόντων , ἐπικωκύω lament over pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπικωκύω — Μ συμμετέχω στον θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικωκύω «κλαίω πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek
κἀπικωκῦσαι — ἐπικωκῦσαι , ἐπικωκύω lament over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκώκυε — ἐπεκώκῡε , ἐπικωκύω lament over imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωκύσασα — ἐπικωκύ̱σᾱσα , ἐπικωκύω lament over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωκύσειε — ἐπικωκύ̱σειε , ἐπικωκύω lament over aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωκύων — ἐπικωκύ̱ων , ἐπικωκύω lament over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)